Δημοσιεύτηκε στις November, 21 2022
Με φόντο έντονες γεωπολιτικές εντάσεις παγκοσμίως, η επίτευξη της συμφωνίας για την αποζημίωση των απωλειών και ζημιών που προκαλούνται από τις επιπτώσεις της κλιματικής κρίσης αποτελεί ένα ιστορικό πρώτο βήμα για την κλιματική δικαιοσύνη. Ωστόσο υπάρχει το ρίσκο να μετατραπεί σε «χρηματοδότηση για το τέλος του κόσμου» αν δεν κινηθούμε γρηγορότερα ώστε να μειώσουμε τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου και να περιορίσουμε την αύξηση της θερμοκρασίας κάτω από ασφαλές όριο του 1,5°C. Αποτυγχάνοντας να συμφωνήσουν στην αναγκαία σταδιακή κατάργηση των ορυκτών καυσίμων στην COP27, οι ηγέτες των κρατών έχασαν την ευκαιρία να επιταχύνουν την εξάλειψη των ορυκτών καυσίμων που απέτρεπε το σενάριο της κλιματικής καταστροφής.
Οι ταχείες και βαθιές μειώσεις των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου είναι απαραίτητες και χωρίς αυτές δεν μπορούμε να περιορίσουμε την κλίμακα των αρνητικών επιπτώσεων της κλιματικής κρίσης, όπως μας υπενθυμίζουν οι πρόσφατες καταστροφικές πλημμύρες στο Πακιστάν και στη Δυτική Αφρική. Όπως αναγνωρίστηκε ακόμη μια φορά κατά τη διάρκεια της Διάσκεψης, οι επιπτώσεις από την αύξηση της θερμοκρασίας κατά 1,5°C θα είναι πολύ χαμηλότερες σε σχέση με μία αύξηση κατά 2°C. Αυτή τη στιγμή η θερμοκρασία έχει αυξηθεί κατά περίπου 1,1°C και ήδη βιώνουμε καταστροφικές συνέπειες, ενώ σύμφωνα με τις πιο πρόσφατες εκθέσεις, ακόμα και αν εφαρμοστούν οι ισχύουσες δεσμεύσεις των 193 μερών για το κλίμα στο πλαίσιο της συμφωνίας του Παρισιού, ο κόσμος θα τεθεί σε τροχιά αύξησης της θερμοκρασίας κατά περίπου 2,5°C μέχρι το τέλος του αιώνα. Σύμφωνα με προβλέψεις οι εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου θα αυξηθούν κατά 11% μέχρι το 2030, την ίδια στιγμή που η ανάγκη είναι να μειωθούν κατά 45% στο ίδιο διάστημα. Είναι απογοητευτικό το γεγονός ότι οι διαπραγματευτές της COP27 απέτυχαν να καταλήξουν σε μια πιο φιλόδοξη συμφωνία από αυτή που συμφωνήθηκε στη COP της Γλασκώβης πέρυσι και πλέον δεν έχουμε την πολυτέλεια να έχουμε καμία άλλη COP όπως η φετινή. Η επόμενη διάσκεψη για το κλίμα το επόμενο έτος (COP28) πρέπει να είναι η COP της αξιοπιστίας και οι χώρες πρέπει να ανταπεξέλθουν στην πρόκληση που έχουν μπροστά τους.
Στα θετικά αποτελέσματα βλέπουμε το τελικό κείμενο της COP27 να αναγνωρίζει τη σημασία της προσαρμογής και των λύσεων που βασίζονται στη φύση καθώς η φύση έχει απορροφήσει το 54% των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου της ανθρωπότητας τα τελευταία 10 χρόνια. Η δράση όμως για τη φύση από μόνη της δεν αρκεί και χρειάζεται παράλληλη δράση για την ταχεία μείωση των εκπομπών.
“Παρόλο που τα αποτελέσματα της COP27 δεν ήταν αυτά τα οποία χρειαζόμαστε για να αντιμετωπίσουμε την πρόκληση της κλιματικής κρίσης και των επιπτώσεών της, θα πρέπει όλοι μας να εμπνευστούμε από τα ισχυρά μηνύματα και την αποφασιστικότητα που επέδειξαν οι οργανώσεις αυτόχθονων πληθυσμών, της κοινωνίας των πολιτών και των νέων, που παρά τις δύσκολες συνθήκες κατά τη διάρκεια της COP27 κατάφεραν να ακουστεί η φωνή τους. Ο σχεδιασμός της επόμενης μέρας χρειάζεται φιλοδοξία και ισχυρή κοινωνική διεκδίκηση και συμμετοχή.” δήλωσε ο Αλέξανδρος Μουλόπουλος, υπεύθυνος τομέα για το κλίμα και την ενέργεια, WWF Ελλάς.
Στη χώρα μας
Στην Ελλάδα ψηφίστηκε πριν από μερικούς μήνες ο εθνικός κλιματικός νόμος, θέτοντας κλιματικούς στόχους έως το 2050 που όμως δεν αρκούν για να πετύχουμε τον στόχο του 1,5°C ενώ μέτρα και πολιτικές που θα επιτύχουν τις απαραίτητες μειώσεις των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου απουσιάζουν. Η έντονη επιμονή της χώρας μας στις εξορύξεις υδρογονανθράκων και η παράβλεψη ότι τα ορυκτά καύσιμα ευθύνονται για την κλιματική κρίση, έγινε ξεκάθαρη από τις δηλώσεις που έγιναν στη Διάσκεψη.
Έχουμε όμως ακόμα μία ευκαιρία για φιλόδοξη και γενναία κλιματική δράση, καθώς μέχρι το τέλος του έτους θα πρέπει να αναθεωρηθεί το Εθνικό Σχέδιο για το Κλίμα και την Ενέργεια (ΕΣΕΚ) της χώρας που θα θέσει εκ νέου στόχους και μέτρα για το κλίμα. Και ενώ η αναθεώρηση θα λάβει χώρα σε μια επιπλέον «προβληματική» συγκυρία, αυτή των εθνικών εκλογών, είναι σημαντικό να θυμόμαστε ότι η κλιματική κρίση είναι ένα ζήτημα διαχρονικό με εξαιρετικά σημαντικές γεωπολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές προεκτάσεις.